Για τη σχεδίαση του κτιρίου επιλέχθηκαν δύο βασικοί σχεδιαστικοί άξονες κι ένας δευτερεύων. Ο ένας διαμορφώνει το μέτωπο προς την οδό Πόντου και ο δεύτερος αυτό της οδού Καρατάσου, το οποίο και συμπίπτει με τον κυρίαρχο άξονα-σπονδυλική στήλη του οικοπέδου. Ο τρίτος σηματοδοτεί τη γωνιακότητα του οικοπέδου που ορίζεται από τη συμβολή των δύο κυριότερων οδών που το περιβάλλουν.
Η κτιριακή οργάνωση έγκειται σε ένα κτίριο σε σχήμα «Γ» από το οποίο προβάλλουν οι κοινόχρηστες λειτουργίες. Το ένα σκέλος του «Γ» αναπτύσσεται στον πρώτο άξονα και το άλλο στο δεύτερο. Υπαινικτικά λειτουργεί ο τρίτος άξονας ο οποίος διατρέχει την μάζα του κτιρίου από Βορρά προς Νότο. Υποδέχεται τον επισκέπτη στην κύρια-επίσημη είσοδο, τον κατευθύνει στο εσωτερικό του κτιρίου και τον οδηγεί προς την έξοδο τονίζοντας την διαπερατότητα του χώρου υποδοχής του κτιρίου. Στη συμβολή των δύο σκελών του «Γ», όπου βρίσκεται και το κέντρο περιστροφής του τρίτου άξονα, δημιουργείται ημιυπαίθριος χώρος όπου συναντούνται οι βασικοί άξονες κυκλοφορίας και λειτουργεί σαν «καρδιά» του κτιρίου.
Το κτίριο αγκαλιάζει τη συμβολή των πεζοδρόμων και τους κατευθύνει μέσα από την μάζα του ανατολικά με υπόγειες ή υπέργειες διαβάσεις. Έτσι, χάνονται τα σαφή όρια του οικοπέδου, και το κτίριο γίνεται τμήμα του συνόλου της Πολεοδομικής Ενότητας.