Η εικόνα του κάστρου με το παλάτι στο εσωτερικό του να πλέει στα ήρεμα νερά της λίμνης, είναι η ίδια η εικόνα της πόλης και της ιστορίας της. Η χρήση της λιθοδομής στο περίγραμμα του οικοπέδου σαν “τοιχος αντιστήριξης” του “νέου επιπέδου αναφοράς”, περιγράφει την σύνθεση, δημιουργώντας ένα μονόλιθο πάνω στον οποίο αυτή εδράζεται. Το κτίριο του Δημαρχιακού Μεγάρου “κάθεται” στα τείχη, ανδεικνύοντας την διαφοροποιούμενη κατά την εξέλιξή της κορυφογραμμή.
Η έκκεντρη θέση του οικοπέδου μας σε σχέση με το Πολεοδομικό Κέντρο, οι υψομετρικές διαφορές αλλά και το σχήμα και ο προσανατολισμός του, είναι τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίστηκε ο σχεδιασμός του κτιρίου, έτσι ώστε να αποκτήσει τη μεγαλύτερη δυνατή σχέση με το Κέντρο της Πόλης. Το στενό, σε σχέση με το σύνολο της επιφάνειας του, οικοπέδο οδήγησε στην εκμετάλλευση των κοινοχρήστων χώρων προς τη μία πλευρά του και τη συσώρευση της κτιρικής μάζας στο Δυτικό άκρο του οικοπέδου. Στη βόρεια πλευρά ο ελεύθερος χώρος πρασίνου εισβάλλει στη σύνθεσή μας, καθώς αυτή “ανοίγει” προς αυτόν. Για την αντιμετώπιση των έντονων υψομετρικών διαφορών, όλοι οι όροφοι λειτουργούν σαν κλιμακωτά επίπεδα, που ακολουθούν το εδάφος.
Βασική και καθοριστική επιλογή της σύνθεσης είναι η χάραξη ενος “νέου επιπέδου αναφοράς”, πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το κτίριο. Η υπερυψωμένη θέση του “νέου επιπέδου αναφοράς” βοηθάει το κτίριο να αναδυθεί απο το χαμηλότερο σημείο του, αντιμετωπίζοντας την ιδιομορφία του γηπέδου και γεφυρώνοντας έτσι, τις μεγάλες υψομετρικές διαφορές.