Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Το Κτίριο αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα. Το ισόγειο είναι αφιερωμένο στην λειτουργία του Κεντρικού Κτιρίου του Υδροηλεκτρικού Εργοστασίου παραγωγής ασετιλίνης (1907). Ο Εξώστης καλύπτει τις ανάγκες του Μουσείου της Μάχης του Γοργοποτάμου. Από το παράθυρο της βορειοανατολικής πλευράς έχουμε άμεση οπτική επαφή με την σιδηροδρομική γέφυρα, εμβληματική παρουσία του γεγονότος. Κάτω από το δάπεδο του ισογείου αποκαλύπτεται η υπόγεια σήραγγα με τις σωληνώσεις και τον βοηθητικό μηχανολογικό εξοπλισμό για την λειτουργία των τουρμπίνων. Καλύπτεται με αντιολισθητική ανθεκτική κρύσταλλινη επιφάνεια στην στάθμη του δαπέδου κυκλοφορίας, έτσι ώστε να είναι ορατοί και να αναδειχθούν οι μηχανισμοί που σώζονται από το σύστημα των γραναζιών, της φτερωτής και των αξόνων που καταλήγουν στις γεννήτριες. Λειτουργεί ανελκυστήρας και χώροι υγιεινής για τους επισκέπτες και ΑΜΕΑ.
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Στην προσπάθεια σχεδιασμού και για την αντιμετώπιση του προβλήματος, έγινε η επιλογή της επέμβασης με την προσθήκη τμήματος κατ’ επέκταση του υπάρχοντος κτίσματος. Η προστιθέμενη κτιριακή μάζα ακολουθεί έναν πλάγιο άξονα που τέμνει διαγώνια την μεγάλη πλευρά του κτιρίου. Ο άξονας αυτός προσδίδει διαπερατότητα και προσανατολίζει το κτίριο στην κατεύθυνση της σιδηροδρομικής γέφυρας. Ταυτόχρονα συμπίπτει με τον άξονα πρόσβασης και εισόδου από τον παρακείμενο επαρχιακό δρόμο. Η επιλογή της προσθήκης επενδύει στην αντίθεση που προκύπτει μεταξύ του παλαιού
παραδοσιακού υπάρχοντος κτιρίου και της νέας κατασκευής από σύγχρονα υλικά. Έτσι, η πρόκληση κρύβεται πίσω από μια θέση απέναντι στο παρελθόν και μια άλλη απέναντι στο παρόν και στο μέλλον. Από την μία η παρουσία του υπάρχοντος κτίσματος στον ίδιο τόπο σαν προηγούμενο της ιστορίας και από την άλλη η ανάγκη του παρόντος και του μέλλοντος με την προσθήκη του νέου τμήματος.
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Η μετασκευή και επανάχρηση του Κεντρικού Κτιρίου του Υδροηλεκτρικού Εργοστασίου παραγωγής ασετιλίνης, αφορά στη σχέση του έργου με το ιστορικό περιβάλλον του. Το ζήτημα δεν περιορίζεται στο πρόβλημα της ένταξης αλλά αφορά την γενικότερη στάση απέναντι στο προϋπάρχον κτίσμα, κυρίως όταν αυτό δεν είναι ένα κτίσμα εξαιρετικής σημασίας ούτε μοναδικό μνημείο αλλά ένα τυπικό παραδοσιακό κτίσμα των αρχών του 20ου αιώνα. Έτσι λοιπόν ο επανασχεδιασμός δεν περιορίζεται σε μια απλή ανακατασκευή και πιστή αναπαραγωγή της φαινόμενης συνοχής, αλλά επεκτείνεται στη σχέση αντιπαράθεσης του νέου με το παλιό. Η διαλεκτική αυτή ξεπερνά συνεπώς την πιστή μορφολογική αντιγραφή, θέτοντας το ζήτημα της ένταξης ακόμα και με όρους αντίθεσης με μία μέθοδο που αφορά στις τεχνικές ανάλυσης που υποστηρίζουν την ενεργή κατανόηση του παρελθόντος.